Συνέντευξη στον Σταμάτη Μαυροειδή

Δρόμος της αριστεράς, φύλλο 231, σ. 27, Σάββατο, 4 Οκτωβρίου 2014.


“alloglotta”: Καλούμαστε να ψηλαφίσουμε ό,τι είναι ακόμα απρόσβατο.
           
Η απρόσμενη έκταση της συνομιλίας με την τριάδα των δημιουργών της alloglotta ακύρωσε την –ως είθισται στα ταξινομημένα έντυπα– αναγκαία εισαγωγή. Για το… «αταξινόμητο» της alloglotta αλλά και την «ανατρεπτική» της δομή και φιλοσοφία, η απουσία προλόγου ίσως να μοιάζει συμβατή με το ύφος και χαρακτήρα της. Ευελπιστούμε ότι η συζήτηση θα φωτίσει όποια «σκοτεινά» σημεία γύρω από τις προθέσεις και τις απόψεις των «κατασκευαστών» της, παρακινώντας τον αναγνώστη να αναζητήσει την alloglotta αν θέλει να γνωρίσει τα πρόσωπα αλλά και το «πρόσωπο» του τεύχους. Αυτή άλλωστε είναι η πραγματική επιδίωξη. Τα υπόλοιπα, σκέψεις, ερωτήματα ή αντιρρήσεις που θα εγερθούν λειτουργούν σε κάθε περίπτωση θετικά στο να κρατηθεί το εγχείρημα όρθιο.

Σιωπή και θόρυβος ήταν ο τίτλος του πρώτου θεματικού τεύχους alloglotta που κυκλοφόρησε το 2009. Κόντρα στον αρχικό σχεδιασμό σας, που προανήγγειλε ετήσια εμφάνιση, η σιωπή μοιάζει να επικράτησε κατά κράτος του θορύβου. Πέντε χρόνια μετά (και) με αφορμή την κυκλοφορία του δεύτερου τεύχους επιστρέφουμε κατ’ ανάγκη στην αφετηρία για να ξαναρωτήσουμε: τι είναι και τι θέλει η alloglotta;

Τεμπελιάζουμε ηχηρά και εργαζόμαστε αθόρυβα: Στα τέσσερα χρόνια παραγάγαμε τρία πολλαπλά έργα και επτά τίτλους· με αυτοχρηματοδότηση και δίχως να καλύπτεται το κόστος παραγωγής σε ορισμένες περιπτώσεις… Όσο για το τι είναι η alloglotta, αναφέρουμε στο εκδοτικό σημείωμα του πρώτου τεύχους: «Στην alloglotta γυρεύουμε μία μέθοδο εργασίας για την επανεμφάνιση ή την κατασκευή μιας γλώσσας, που αποκρυπτογραφείται όταν τα υλικά στοιχειοθετούν μια διαφορετική όψη της υπάρχουσας γλώσσας τους ή συστήνουν την προϋπόθεση για μια άλλη. Με αίτημα να μορφώνεται κάθε φορά ένα ερώτημα ή μια γλώσσα των αναγνωρίσιμων ή μη υλικών». Όσο για το τι θέλει: Θα θέλαμε η alloglotta να διαβάζεται, ξανά και ξανά.

Στο λογότυπο της alloglotta υπάρχει ο ερμηνευτικός υπότιτλος: «δηλώνει αυτόν που κατασκευάζει μιαν άλλη γλώσσα, τη δική του προσωπική γλώσσα». Ποιος είναι λοιπόν ο λόγος που πρέπει να «κατασκευάσουμε» μια νέα γλώσσα;

Το «πρέπει» της ερώτησής σας δηλώνει ανάγκη· εάν, λοιπόν, η αναγκαιότητα αυτή όντως υφίσταται, τότε καλούμαστε να περάσουμε στην κατάσταση εκείνη που ίσως μας επιτρέψει να διανοηθούμε ό,τι παραμένει αδιανόητο και να ειπωθεί, ό,τι είναι άλεκτο· καλούμαστε να ψηλαφίσουμε ό,τι είναι ακόμα απρόσβατο –όπως ο ίδιος ο κόσμος– και ύστερα να κατασκευάσουμε τις διόδους, την κατάλληλη γλώσσα, που θα του επιτρέψει να γίνει προσβάσιμο.

Θεωρείτε ότι υπάρχει ανάγκη «νέου» ιδιώματος;

«Ιδίωμα» είναι μια άλλη λέξη για το έργο. Υπάρχει, πάντα, άμεση και επιτακτική ανάγκη για έργο.

Ένα «περιοδικό», ή όπως αλλιώς προτιμάτε να ονομασθεί το έντυπο εγχείρημά σας, είναι καταρχήν χώρος έκφρασης των ίδιων των δημιουργών του. Είναι όμως επαρκής όρος αυτός, ώστε να αποκτήσει το τεύχος ξεχωριστό «πρόσωπο» αλλά και πρόσημο που θα αντέξει στο χρόνο;

Η alloglotta δεν αποτελεί για μας πεδίο έκφρασης υπό τη στενή ή την τρέχουσα έννοια. Θα μπορούσαμε να την ορίσουμε ως χώρο εργασίας, αντιπαράθεσης και σύνθεσης, αποδόμησης και ανασύνθεσης, κι όχι ως πεδίο έκφρασης.

Η alloglotta έχει ξεχωριστό πρόσωπο και πρόσημο από τη γέννησή της: είναι ένα θεματικό τεύχος του οποίου η δομή δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ πριν, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που παραμένει ουσιαστικά αταξινόμητη.

Τώρα, το αν η alloglotta αντέξει στον χρόνο, εξαρτάται πρωτίστως από τις δικές μας αντοχές και τον αριθμό των αναγνωστών ο οποίος πρέπει να είναι τόσος ώστε να μπορέσει να συνεχίσει να υπάρχει και να κυκλοφορεί σε τιμή κάτω του κόστους. Γνωρίζαμε εξαρχής τις αντίξοες συνθήκες και είχαμε πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι, δυστυχώς, απευθυνόμαστε σε λίγους. Ζητούμενο, λοιπόν, για εμάς είναι να μπορέσουμε να συναντηθούμε με όσο το δυνατόν περισσότερους από εκείνους που το εγχείρημα αυτό μπορεί να τους ενδιαφέρει πραγματικά.

Σε μια εποχή όμως όπου η γλώσσα έχει απαξιωθεί από την καταχρηστική φλυαρία πόσο εύκολη είναι η αποδοχή του κοινού σ’ ένα «πράγμα» που… δεν γεννήθηκε ακόμη;

Χρειαζόμαστε μίαν άλλη γλώσσα όταν η υπάρχουσα μας θέτει στην κατάσταση του σκύλου που γυρνά γύρω απ’ την ουρά του. Το γεγονός ότι η γλώσσα, και πολύ περισσότερο η εικόνα, έχουν απαξιωθεί δεν είναι κάτι καινούργιο. Αντί λοιπόν να ασκεί κανείς παθητικά κριτική, μπορεί και πρέπει να περάσει στην κατάσταση του δημιουργού. Ο υποδοχέας μιας άλλης γλώσσας διαμορφώνεται είτε από τις αλλεπάλληλες προσπάθειες του ίδιου είτε και από τις προσπάθειες των άλλων να αρθρώσουν ένα διαφορετικό λεξιλόγιο.

Με ποια κριτήρια επιλέγετε τα κείμενα για την alloglotta;

Δεν είναι εύκολο να απαντήσουμε με ποια κριτήρια δημιουργούμε, συλλέγουμε και ξεδιαλέγουμε τις ύλες, τις εικόνες και τα κείμενα. Κάθε τεύχος, ακόμη και κατά τη σελιδοποίηση, παραμένει σε πολλά σημεία ανοιχτό. Μπορούμε μόνο να πούμε ότι κάποια εναρκτήρια στιγμή μια ύλη καλεί κάποιαν άλλη. Δεν υπάρχουν εξωγενή κριτήρια επιλογής της ύλης. Επί παραδείγματι, μερικές αράδες ενός διαφημιστικού φυλλαδίου που κατά τύχη έπεσε στην αντίληψή μας, μπορούν ενίοτε να προκαλέσουν μια μορφή αλυσιδωτής αντίδρασης: την έλξη κάποιου αποσπάσματος κινηματογραφικού σεναρίου ή ενός αυτοτελούς φιλοσοφικού δοκιμίου, τη δημιουργία μιας εικόνας ή τη φωτογραφική καταγραφή ενός εικαστικού έργου, τα οποία, με κάποιο τρόπο, ανταποκρίνονται στο αρχικό έναυσμα. Κοντολογίς, πρόκειται για μια διεργασία, για ένα έργο εν προόδω. Οτιδήποτε συμπληρώνει ή ανατρέπει, φωτίζει ή συσκοτίζει και, κυρίως, οτιδήποτε εκτρέπει ή διαστρέφει την ευθύγραμμη ανάγνωση κάθε εικόνας και κάθε κειμένου, μπορεί να αποτελέσει σημείο άρθρωσης του τεύχους. Στην πραγματικότητα μπορούμε μόνο να περιγράψουμε, να αφηγηθούμε το πώς δημιουργήθηκε και διαμορφώθηκε το κάθε τεύχος της alloglotta αφού αυτό έχει κλείσει – όχι οριστικά εννοείται.

Κάθε φορά θέτουμε ένα πλαίσιο, ένα θέμα. Δεν γνωρίζουμε, όμως, ποιες διαδρομές θα χρειαστεί να δημιουργήσουμε έως ότου η ορισμένη θεματική αρχίσει να λειτουργεί. Πέρα απ’ τις πολιτισμικές μας αναφορές και καταγωγή, πέρα απ’ την όποια παιδεία και το φαντασιακό μας –όπως αποτυπώνονται σε κάποιες επιλογές μας–, προχωράμε ψηλαφώντας, συγκροτώντας μέσω αυτού που κάνουμε, εμάς τους ίδιους και το έργο.

Ποια σημασία δίνετε στην «ατμόσφαιρα», στην τυποτεχνική φροντίδα και την πρωτοτυπία του τεύχους;

Η αισθητική ήταν και είναι ηθική στάση — στην περίπτωση της “alloglotta” η στάση αυτή δεν αποτελεί μέλημα αλλά απόρροια της διεργασίας κατασκευής της.

Η αποφυγή –στο μέτρο του δυνατού– της όποιας γραφιστικής αντίληψης που έρχεται ως προκατασκευασμένη μορφή για να φορεθεί στο έντυπο, δεν μας είναι μόνον απολύτως αδιάφορη και ξένη, αλλά μας βρίσκει ενάντιους. Υπάρχει, βέβαια, πάντοτε η επιθυμία το έντυπο να είναι απλό και καθαρό.

Στην alloglotta δεν υφίστανται έννοιες όπως εικονογράφηση και λεζάντα: Τόσο η εικόνα όσο και το κείμενο αποτελούν αυτόνομες ύλες. Ακριβώς επειδή ο κώδικας της εικόνας είναι μη αναγώγιμος στον κώδικα του κειμένου και αντιστρόφως, αυτοί μπορούν κατ’ αρχήν να συναντηθούν στο πλαίσιο του εντύπου υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αυτοτέλειάς τους· έτσι, στην “alloglotta” δυο λευκές σελίδες, μια σειρά φωτογραφιών ή ένα κείμενο που τυχόν ακολουθούν, τίθενται ως ισάξια και ισοβαρή σημεία ανάγνωσης τα οποία τελικά μορφώνουν τόσο τη θεματική όσο και την όψη του εκάστοτε τεύχους.

Η πρωτοτυπία δεν μας απασχολεί.

«Τα νεκρά αντικείμενα είναι πάντοτε ζωντανά. Τα ζωντανά πρόσωπα είναι πολλές φορές ήδη νεκρά»… Η φράση αυτή είναι ένα καλό επιχείρημα, ώστε οι πεντακόσιες και πλέον σελίδες του τεύχους να αφιερωθούν στο «πράγμα»;

Η φράση του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ είναι μια από τις παραμέτρους… Δίχως εργαλεία, δίχως πράγματα, ο άνθρωπος δεν υφίσταται. Ακόμη κι αν ήταν δυνατό, δεν θα είχε νόημα να επιχειρήσει κανείς να συλλάβει τον άνθρωπο απογυμνωμένο, σε μια προανθρώπινη κατάσταση.

Η εφημερίδα Δρόμος της αριστεράς, όπως και αυτή η συνέντευξη, προϋποθέτουν μια σειρά ηλεκτρονικών μηχανών και, εξίσου, μια σωρεία πραγμάτων — συνδετήρες, καρέκλες, γραφεία, τασάκια και πάει λέγοντας. Αυτό δεν αποτελεί απλά και μόνο κάποια «υλική συνθήκη» και δεν μπορούμε με αυτή την σχεδόν κενή περιεχομένου γενίκευση να εννοήσουμε την κατάσταση των πραγμάτων. Ζητούμενο για εμάς είναι, για παράδειγμα, να επαναπροσδιορίζουμε κάθε φορά τις μη ταυτόσημες έννοιες «πράγμα» και «αντικείμενο». Υπάρχει πάντα ανάγκη να συλλαμβάνουμε σε ενεστώτα χρόνο την περιπέτεια των πραγμάτων τόσο στην τέχνη και στον στοχασμό, όσο και στον προσωπικό μας βίο, στην κοινωνική και στην πολιτικοοικονομική σφαίρα.

Ως εικαστικοί σκεφτόμαστε και με τα πράγματα, όπως ένας λογοτέχνης σκέφτεται με τις λέξεις. Τα πράγματα αποτελούν, επίσης, ψηφία μιας άλλης αλφαβήτου.
.
.