Συνέντευξη στον Βασίλη Καλογήρου

Το παράθυρο — περιοδικό ποίησης και άλλων αμαρτημάτων, τεύχος 23, Σάββατο, 26 Σεπτεμβρίου 2015.


Μερικές φορές δε χρειάζεται ν' ακούσεις τον πάταγο για ν' αντιληφθείς πως κάτι σημαντικό συνέβη. Κάποιες άλλες μπορεί να μην το αντιληφθείς καν, μα νά 'χει συμβεί. Η κυκλοφορία του περιοδικού alloglotta πριν έξι χρόνια, το φθινόπωρο του 2009, ήταν ένα γεγονός που τώρα μπορεί, χωρίς αμφιβολία, να χαρακτηριστεί σημαντικό. Τρεις κατά βάση εικαστικοί, οι Θανάσης Αποστόλου, Πασχάλης Ζέρβας, Σοφία Κανάκη, αναλαμβάνουν να δώσουν στο κοινό ένα περιοδικό που δεν έμοιαζε με κανένα απ' όσα κυκλοφορούσαν στην αγορά. Κείμενα, αποσπάσματα κειμένων, φωτογραφίες, εικαστικά έργα, μανιφέστα, ποιήματα, όλα μαζί πλεγμένα σ' ένα πολυσέλιδο τόμο, υπό το θεματικό τίτλο «Σιωπή και θόρυβος», προσπαθούν να εισαγάγουν τους αναγνώστες σε μιαν άλλου είδους σχέση με το έντυπο υλικό και τη λειτουργία του συνόλου των περιεχομένων. Το θέμα υποστηρίζεται από φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους κείμενα, προορισμένα να λειτουργήσουν ως παράλληλες αναγνώσεις, τόσο μεταξύ τους όσο και σε συνάρτηση με το περιοδικό. Το δεύτερο τεύχος έρχεται πέντε χρόνια μετά, φέρει ως τίτλο «Το πράγμα» και ακολουθεί τη βασική φιλοσοφία του πρώτου, ενώ προσθέτει νέες ιδέες στη διαχείριση του υλικού, όπου το κυρίως περιεχόμενο συνομιλεί με την «Αποθήκη», μια ενότητα τυπωμένη ως δεύτερο μέρος, η οποία καλεί τον αναγνώστη να τοποθετήσει ο ίδιος τις ύλες της στο κύριο σώμα του περιοδικού. Ζαν Μπωντριγιάρ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Τζερμάνο Τσέλαντ, Μπέντζαμιν Χ. Ντ. Μπούκλο, Σερ Τόμας Μπράουν, Όρσον Ουέλς, Πήτερ Γκρήναγουεϊ είναι μόνο μερικά απ' τα ονόματα που μεταφράζονται απ' τους συντάκτες και τους συνεργάτες της alloglotta.
 
Το παράθυρο συνομιλεί με τους τρεις συντάκτες του περιοδικού με στόχο την ανάδειξη μιας κοπιώδους εργασίας, χωρίς εκπτώσεις, χάριν ευκολίας, προκειμένου για την επίτευξη του οράματος των δημιουργών.

Βλέποντας κανείς και μόνο τα εξώφυλλα της “alloglotta”, διαπιστώνει, εξαρχής,  μια συγκεκριμένη θεματολογία, δηλωμένη ως υπότιτλο στο κάτω μέρος, η οποία υποστηρίζεται μάλιστα κι από αυτοδύναμα κείμενα τυπωμένα για να διαβαστούν παράλληλα. Πιστεύετε πως η δήλωση του θέματος (έστω με μια ή δυο  λέξεις, γεγονός που δεν περιορίζει το προς ανάπτυξη θέμα) είναι απαραίτητη σ’ ένα έργο; Το έργο πρέπει να εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο θέμα;

Ο χάρτινος χώρος της “alloglotta” δεν είναι απαλλαγμένος από συμβάσεις, οι οποίες απορρέουν από το γεγονός ότι φτιάχνουμε –πλην των άλλων μορφών– τεύχη και βιβλία. Το βιβλίο καθαυτό είναι μια κυρίαρχη σύμβαση, καθώς και ένας χώρος ενοποιητικός: αν τοποθετήσει κανείς στον πραγματικό χώρο ποικίλα πράγματα, με υλική υπόσταση και με τόσο διαφορετικές σημασίες, όπως αυτές που παρουσιάζονται σε ένα τεύχος, αυτά δεν θα μπορούν να σταθούν. Η ενοποιητική λειτουργία είναι ίδιον όλων των εντύπων.

Πέρα από αυτό, η “alloglotta” είναι θεματική. Το θέμα είναι, για εμάς, μια προειλημμένη απόφαση, μια υπόθεση εργασίας, και η “alloglotta” ένα τραπέζι εργασίας, που κάθε φορά βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο δωμάτιο — τώρα στην κρεββατοκάμαρα, έπειτα στην κουζίνα, μετά στην αυλή και ούτω καθεξής. Συνεπώς, είναι σχεδόν βέβαιο πως δε θα συναντήσουμε μαρούλια στην κρεββατοκάμαρα… Όμως, αυτό ισχύει για όλες τις δημιουργικές διεργασίες· η διάφορα έγκειται στο ότι κάποιες από αυτές έχουν έναν ευρύτερο ορίζοντα κατά την έναρξή τους, ενώ εντοπίζουν και δημιουργούν τον περιορισμένο χώρο τους εν προόδω. Ακόμη λοιπόν και στις περιπτώσεις που η γενική κατεύθυνση ενός έργου δεν είναι προαποφασισμένη, κάποια στιγμή, το ίδιο το έργο, μέσω του μηχανισμού του, θέτει τους όρους του και τότε αναφαίνεται το ειδικό πλαίσιό του.

Τελικά, κάθε έργο «εξυπηρετεί» το μηχανισμό του.

Αν το εκάστοτε τεύχος εξαντλήσει –στο μέτρο που εσείς θεωρείτε πως πρέπει να γίνει– το θέμα,  εισάγει τον αναγνώστη σε ένα επόμενο; Δίνεται, δηλαδή, από τα κείμενα και τα έργα του κάθε τεύχους, εκείνη η ελευθερία ώστε να συνδεθούν με το δηλωμένο θέμα και περαιτέρω θέματα;

Δε δειγματίζουμε τις πλέον αντιπροσωπευτικές ύλες που τυχόν θα κάλυπταν, ως ένα βαθμό, μια θεματική ενότητα· δεν πλάθουμε μια ανθολογία σημαντικών ή και ασήμαντων εικόνων και κειμένων γύρω από κάποιο θέμα. Ως εκ τούτου, σκοπός μας δεν είναι να εξαντλήσουμε κατά κανένα τρόπο την εκάστοτε θεματική ενότητα. Εκθέτουμε μια δομή: αποτυπώνουμε τη λειτουργία της σκέψης μας επί ενός θέματος· δεν παρουσιάζουμε κατ’ ανάγκη τα συμπεράσματα ή τις ιδέες μας γι’ αυτό.

Μια εργασία ανοιχτή σε συγκεκριμένες ερμηνείες, η οποία ενεργοποιεί περαιτέρω συνδέσεις στους παραλήπτες της, είναι για μας ευκταία· όμως, το κατά πόσο αυτό επιτυγχάνεται, αφορά πάντοτε δυο μέρη — παραμένει λοιπόν και ζήτημα πρόσληψης. 

Η επιλογή των έργων γίνεται με βάση την προσωπική πεποίθηση των δημιουργών της “alloglotta”; Είναι, δηλαδή, έργα που υποστηρίζονται απ' τους συντάκτες του περιοδικού (ακόμα και η σύγκρουση που εξελίσσεται, διαλεκτικά, μεταξύ των έργων, είναι αυτή που εσείς νομίζετε ότι σπρώχνει τον αναγνώστη προς μια κατεύθυνση κατανόησης του θέματος και της προβληματικής που το περικλείει);

Δε γίνεται επιλογή έργων, αλλά υλών. Κάποιες από αυτές μπορεί να είναι αποσπάσματα έργων ή αυτοτελή έργα, τα οποία όμως αντιμετωπίζονται κυρίως ως ύλες.  Το κριτήριο είναι αυτές οι ύλες, όλες οι ύλες –διαφημιστικά φυλλάδια, η φράση ενός δοκιμίου, δυο λευκές σελίδες, η φωτογραφία κάποιου έργου ή μια εικόνα– να συντάσσουν τα διάκενα, τα χάσματα και την ύφανση του σώματος του τεύχους, να χαράσσουν μια διαδρομή. Σε αυτή την εργασία η μια ύλη καλεί την άλλη ή την εξοβελίζει, την απορρίπτει, έως ότου όσες απομένουν βρουν την προσωρινά ορισμένη θέση τους.

Μέσω της ύφανσης των υλών σπρώχνουμε τον αναγνώστη προς ένα συγκεκριμένο τρόπο θεώρησης κάποιων μόνο πλευρών του θέματος.

Σε μερικούς αναγνώστες οι δυο τόμοι που, έως τώρα, έχουμε φτιάξει, θυμίζουν τις τεχνικές του κολλάζ και του ντεκολλάζ· κατά την άποψη άλλων αναγνωστών, η εναλλαγή συναρμογής και αποσυναρμολόγησης εντός κάθε τεύχους, απηχεί την αντίληψη περί ριζωματικής δομής των Ντελαίζ και Γκουατταρί. Εμείς πιστεύουμε ότι, πολύ απλά, με τη μέθοδό μας, αποτυπώνεται στοιχειωδώς ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο νους όλων των ανθρώπων: τεμαχίζοντας το χώρο και το χρόνο, συγκρατώντας ποικίλες και ανομοιογενείς πληροφορίες, θραύσματα μνήμης, τα οποία αναδιατάσσει, συνδέει και αποσυνδέει, συγκροτώντας προσωρινά ή σταθερά σχήματα αντίληψης, σώζοντας ό,τι ζωτικό, ό,τι κρίσιμο, αλλά και εκ πρώτης όψεως ασήμαντο.

Κυρίως, με αυτή την εργασία, καταφάσκουμε το αμφισβητήσιμο.

Τελικά, οι συντάκτες της “alloglotta” έχουν μια συγκεκριμένη άποψη που αποτυπώνεται στα τεύχη ή αυτά αποτελούν και για τους ίδιους ένα εργαλείο, ίδιο με αυτό που μπορεί να είναι για τους αναγνώστες; 

Οι προϋποθέσεις ανάγνωσης που τίθενται απ’ την εκάστοτε δομή και διαδρομή του τεύχους είναι ο στόχος, η θέση μας.

Ας υποθέσουμε ότι το τεύχος εκλαμβάνεται ως ένας φάκελλος εργασίας, ένα εργαλείο για την ανάπτυξη κάποιου σχεδίου, γεγονός που είναι μάλιστα μια απ’ τις συνήθεις πρακτικές για τον πυρήνα της “alloglotta” ο οποίος έρχεται από το χώρο των εικαστικών τεχνών. Αυτός ο φάκελλος, παρά την όποια ανοιχτότητά του, είναι ήδη μια κατεύθυνση, ξεκάθαρη και περιορισμένη. Αν το τεύχος λειτουργεί για κάποιους ως εργαλείο, τότε πρέπει να ρωτήσουμε: τι πιο συγκεκριμένο μπορούμε να φανταστούμε από ένα εργαλείο; Ουδείς σκάβει με πούπουλα, ούτε γεμίζει μαξιλάρια με τσάππες — το εργαλείο μας παρέχει μια ειδική δυνατότητα και, κυρίως, καθορίζει τι θα κάνουμε, οπότε καθορίζει και την άποψή μας.

Ναι, έχουμε θέσεις, μερικές, μάλιστα, είναι απόλυτες. Ναι, έχουμε πράγματα που αγαπούμε και πιστεύουμε· όμως δεν τα εκθέτουμε, δε μας απασχολεί κάτι τέτοιο. Με αυτό που κάνουμε αναδεικνύουμε όσα μας διακατέχουν, δίχως να τα υποστηρίζουμε, χωρίς να τα υπερασπιζόμαστε. Δεν το έχουν άλλωστε ανάγκη. Τοποθετώντας, με συγκεκριμένο τρόπο, αυτό που για εμάς έχει υπόσταση, αυτό που πράγματι αρθρώνει ένα συγκροτημένο και αποδεκτό λόγο, δίπλα στην κενολογία ή στη στρέβλωση, διαυγάζουμε εξίσου τα μεν και τα δε, πρωτίστως για εμάς. Παρ’ όλα αυτά, η εν λόγω αντιπαράθεση των υλών δεν αποτελεί κυρίαρχο μέλημά μας. Η απορία για τα πράγματα και το γύρισμά τους ώστε να φανεί η φόδρα τους και η καταγωγή τους είναι βασικό ζητούμενο.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι συντάκτες της “alloglotta” είναι και εικαστικοί, δράττομαι της ευκαιρίας για να ρωτήσω: Έχετε τόσο εσείς όσο και η “alloglotta” την άποψη πως η τέχνη πρέπει να γίνεται με τα υλικά του καιρού της;

Ποια είναι τα υλικά του αριστουργηματικού έργου Βάσσες του Ζαν-Ντανιέλ Πολλέ; Είναι άραγε τα πλάνα, η κίνηση της κάμερας, το μοντάζ, το κείμενο και η ανάγνωσή του, το ηχητικό τοπίο της ταινίας, ο «ορυκτός» ναός του Επικούριου Απόλλωνα, το ίδιο το τοπίο του όρους Κωτιλίου ή η καιρική συνθήκη; Μήπως είναι το άθροισμα αυτών των πραγμάτων; Όχι, δεν είναι τίποτε από όλα αυτά. Υλικό του έργου είναι ο συντονισμός του Πολλέ με όλα αυτά. Υλικό και επενέργεια του έργου είναι η αποκάλυψη του υπαρκτού.

Το φιλμ, ο ασβέστης, κάποιο αεροπλάνο, το βουτάνιο, η έκταση του σώματος, ο μόλυβδος, μια τραμπάλα, το πυρίτιο, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, οι αισθητήρες, το ηλεκτρικό ρεύμα και το χώμα είναι του καιρού μας… Κάθε έργο γίνεται με αυτό που έλκει, με οτιδήποτε χρειάζεται.

Δεν υπάρχουν επίκαιρες ή ανεπίκαιρες ύλες για τα έργα· υπάρχουν όμως ανεπίκαιρα έργα. Η επικαιρότητα ενός έργου δε σχετίζεται ευθύγραμμα με τις ύλες που χρησιμοποιεί και δε στηρίζεται στο κοινό —  το έργο υπάρχει κραταιό όταν εγείρει ιστορικές αξιώσεις, όταν δηλαδή συλλαμβάνει το πνεύμα μιας εποχής.

Τελικά, η απάντηση στο ερώτημα βρίσκεται στο δεύτερο τεύχος της “alloglotta” που είχε ως θεματική Το πράγμα: συναντά κανείς εκεί, ανάμεσα σε άλλες ύλες, μια φωτογραφία με αντικείμενα του 1ου αιώνα μ.Χ., ένα λογοτεχνικό κείμενο του 1684 και ένα που γράφτηκε το 2013.

Η “alloglotta” χρησιμοποιεί στα τεύχη της αποσπάσματα ή και ολόκληρα κείμενα που είτε συνιστούν μανιφέστο είτε κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός μανιφέστου για να εισαχθεί το κοινό στην φιλοσοφία ενός καλλιτέχνη ή ενός νέου ρεύματος; Πιστεύετε πως δε φτάνει από μόνο του το έργο;

Παρά τα φαινόμενα, τα μανιφέστα δε μας εισάγουν σε έργα· δεν εξηγούν, δεν αναλύουν, δεν πλαισιώνουν με θεωρητικό λόγο τα έργα. Είναι συνήθως κείμενα πολεμικής και –τα πιο αξιόλογα από αυτά– έργα καθαυτά. Μετά τη δεκαετία του ’70, τα μανιφέστα είναι συνήθως επίπλαστες κατασκευές που προσπαθούνε να στηρίξουνε άλλες κατασκευές ή πρόκειται απλώς για πομφόλυγες. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι το ύφος και η σύνταξη του διαφημιστικού λόγου βρίθει από τα υφολογικά ιδιώματα των μανιφέστων: συχνά το άδειο κέλυφος, το κουφάρι των ιδεών και των προταγμάτων των μανιφέστων, παραγεμίζεται με την προώθηση των προϊόντων, μεταβάλλεται σε όχημα του ιδεολογήματος της κατανάλωσης. Ο λόγος των μανιφέστων που υπήρξε άτεγκτος, ακλόνητος, εξίσου πολιτικός και ποιητικός, έχει –εδώ και δεκαετίες– εκλείψει. Πιστεύουμε πως αυτού του είδους ο λόγος θα επανεμφανιστεί, με μιαν άλλη μορφή, όταν το απαιτήσουν οι καιροί.

Στην πραγματικότητα, τίποτε –οπότε και το έργο– δεν υπάρχει «από μόνο του». Συνεπώς δεν μπορούμε να το διαβάζουμε απομονωμένο. Όμως, παράλληλα, οφείλουμε να το αναγνώσουμε και στο πλαίσιο της αυτονομίας του, στο χώρο που ορίζει το ίδιο. Στην “alloglotta” πιστεύουμε ότι είναι εφικτή και θεμιτή η ανάγνωση ενός κειμένου ή η θέαση κάποιου έργου, δίχως το πέπλο, τη συσκότιση της υπογραφής, χωρίς το νέφος των εξωκειμενικών συμφραζομένων.

Τα εικαστικά έργα και τα κείμενα διατηρούν την αυτοτέλειά τους· είναι μη αναγώγιμοι κώδικες. Αμφότερα παραπέμπουν στις εσωτερικές τους σχέσεις. Στα έργα αυτό που όντως συμβαίνει είναι η γλώσσα τους, δεν παραπέμπουν παρά στην πραγματικότητα που εγκαθιδρύουν τα ίδια.

Υπάρχει μια φράση του Γκριγιέ, που περιέχεται στο κείμενο «Φύση, ανθρωπισμός, τραγωδία» –έργο το οποίο έχει εκδόσει σε ξεχωριστό τόμο η “alloglotta”–, με την οποία υποστηρίζει πως «είναι πιο εύκολο να δείξει κανείς μια νέα κατεύθυνση παρά να την ακολουθήσει». Ένα έργο τέχνης, ένας καλλιτέχνης, ένα ρεύμα κρίνεται και με βάση το θεωρητικό κείμενο/μανιφέστο που πιθανώς το ακολουθεί ή θεωρείτε ότι είναι δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα;

Ας πάρουμε την περίπτωση του Βολφ Φοστέλ: κείμενα, μανιφέστα, δράσεις, βίντεο, εικόνες, αντικείμενα, όλα αυτά, είναι το έργο του· αν κάποιος επιχειρήσει να τα διαβάσει μεμονωμένα, είναι άλλη υπόθεση. Ας πάρουμε την περίπτωση του Τζόζεφ Κοσούθ: αυτά που φτιάχνει εικονογραφούν τα γραπτά του — τα κείμενα είναι το έργο του. Ας πάρουμε την περίπτωση του Χάιμ Σουτίν: δεν είχε ανάγκη να διατυπώσει οτιδήποτε μέσω της γλώσσας, ήταν περιττό.

Ναι, «είναι πιο εύκολο να δείξει κανείς μια νέα κατεύθυνση παρά να την ακολουθήσει»· και είναι πιο δύσκολο να βρίσκει τη νέα κατεύθυνση καθώς πορεύεται, να ανοίγει δρόμο καθ’ οδόν, άλλοτε ψηλαφώντας και άλλοτε με μεγάλους, αποφασιστικούς δρασκελισμούς.

Αν δει κανείς την ελληνική κοινωνία θα διαπιστώσει πως, στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με μία κοινωνία ιδιωτών. Πόσο μεγάλο ή μικρό ρόλο μπορεί να παίξει η τέχνη μέσα σε μια τέτοιου είδους κοινωνία; Μπορεί μέσα από μια κοινωνία σαν την ελληνική να προκύψει υψηλού επιπέδου τέχνη; Και τελικά, μήπως όλη αυτή η παραγωγή θεωρητικών κειμένων και μανιφέστων, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, έχει να κάνει με αυτό ακριβώς το γεγονός: την απουσία συγκροτημένων κοινωνιών που θα παραγάγουν τις δικές τους σημασίες;

Το Υψηλό είναι η αντηρίδα της Τέχνης — ξηλώθηκαν οι μεγάλες πινακίδες, από πίσω χέρσα γη, μπάζα, μάντρες αυτοκίνητων, στάσεις λεωφορείων στις έξι το πρωί, σάπια δόντια, κολπίτιδες, διάρροιες, τηλεοράσεις και προαυλισμοί, υπεραγορές, εξαμβλωματικά νεόδμητα, αναμονές και τσιμεντόλιθοι, η μηχανή, λάκκος η ακυρωμένη ζωή· σηκώθηκαν άνεμοι του αιώνα οι νέες συμφορές.

Η τέχνη, μια κατηγορία, μια μερικότητα ύποπτη, απολύτως ανησυχητική. Ποιος ονειρεύεται ακόμη το τέλος της ποίησης στην ποίηση της ζωής;

Οι κοινωνίες, ό,τι και να κάνουν, τελικά παράγουν τις σημασίες που αντιστοιχούν σε αυτές. Η ιδιώτευση, η κοινωνική ιδιωτεία, παράγουν και καταναλώνουν ό,τι τους αναλογεί. Εντωμεταξύ, άλλοι έχουν έργο να κάνουν. Το έργο συνδέεται άρρηκτα με την κοινωνία από την οποία προήλθε, ασχέτως αν καταφάσκει ή αντιδρά απέναντι σε αυτή. Το έργο που αρνείται την κυρίαρχη κοινωνικοπολιτική και πολιτισμική συνθήκη, ενώ είναι παραγωγό αυτής της συνθήκης, μπορεί ταυτόχρονα να την υπερβαίνει.

Ζούμε σε μια εποχή, κατά την οποία η τεχνολογία παίρνει, όλο και περισσότερο, επάνω της το παιχνίδι όσον αφορά στη δημιουργία αλλά κυριότερα όσον αφορά στην εκμετάλλευση της ευφυίας των δημιουργικότερων απ' τους ανθρώπους. Επιπροσθέτως, με τα συνεχή της επιτεύγματα είναι σαν να νοηματοδοτεί αυτή η ίδια την έννοια του χρόνου, μέσα από την ταχύτατη ανανέωση του παραγόμενου προϊόντος. Σ' αυτή την εποχή λοιπόν, όπου οι κοινωνίες προσπαθούν να συντονιστούν στους ρυθμούς της τεχνολογίας,  ποια θα έπρεπε να είναι η αντίδραση απ' τη μεριά της τέχνης; Έχει δυνατότητα αντίδρασης; Πρέπει να τρέξει γρηγορότερα ή να δώσει χρόνο στον εαυτό της;

Η ρυθμός με τον οποίο καταναλώνουν οι μάζες οτιδήποτε, όχι μόνον τα τεχνολογικά μαραφέτια, είναι ανάλογος με τον ρυθμό αύξησης της παραγωγής. Τίποτε δεν γλιτώνει από αυτόν τον καταστροφικό κύκλο: η τέχνη μεταβάλλεται ευθύς αμέσως, με την εμφάνισή της, σε πολιτισμική αξία, τουτέστιν σε ιδιότυπη χρηματιστηριακή άξια ή και φτηνό εμπόρευμα. Δεν υπάρχουν ψευδαισθήσεις, δεν μπορούν να υπάρξουν βιώσιμες νησίδες. Η λέξη τέχνη σηματοδοτεί ένα ακόμη μέρος του καταμερισμού. Οι μικρές, σποραδικές, τοπικές παρεμβάσεις δεν μπορούν να θίξουν τη μηχανή. Δεν έχει λοιπόν κανείς παρά να επιμένει, να συνεχίζει πεισματικά και αδιάλειπτα το διττό έργο του που συνοψίζεται στην προσπάθεια της κατεδάφισης και του χτισίματος.

Η τέχνη στην οποία, εμείς τουλάχιστον, αναφερόμαστε, προπορεύεται των πάντων· επεξεργάζεται οτιδήποτε, χρησιμοποιεί, διαστρέφει, αλλοστρατίζει, ακυρώνει, μεταβάλλει το καθετί, άρα και την τεχνολογία. Όλες οι δυνατότητες, ανέκαθεν, ήταν και είναι μπροστά μας, όλες συνοψίζονται στο σώμα μας.

Δεδομένης της κρίσης και της οικονομικής στενότητας που αντιμετωπίζουν οι περιοδικές εκδόσεις περιορισμένης κυκλοφορίας και οι μικροί εκδοτικοί οίκοι και λαμβάνοντας υπ’ όψη την χρονική απόσταση των πέντε ετών μεταξύ των δυο τευχών της “alloglotta”, αναρωτιέμαι αν οι δημιουργοί της θα σκέφτονταν ποτέ να κάνουν κάποια «έκπτωση» στην έκδοση του περιοδικού; Για να θέσω την ερώτηση πιο καθαρά, αναδιατυπώνοντάς την σε δυο σκέλη: Τα πράγματα πρέπει να δίδονται με συγκεκριμένο τρόπο ακόμα κι αν χρειαστεί μια τόσο μεγάλη χρονική αναμονή και απόσταση; Μήπως κάτι που είναι ανάγκη να ειπωθεί πρέπει να ειπωθεί μέσα από εναλλακτικές μορφές, που ίσως να μην είναι η πρωταρχική επιλογή των δημιουργών;

Τα πράγματα, τα έργα έχουν το χαρακτήρα του κατεπείγοντος — πρέπει να γίνονται στον καιρό τους, όπως μπορούν να γίνουν και χωρίς εκπτώσεις· δεν υπάρχει καμιά αντίφαση σε αυτό. Ανά πάσα στιγμή τα πάντα δοκιμάζονται και διακυβεύονται. Μερικές φορές πρέπει να παραγάγεις αστραπιαία και άλλες να εργάζεσαι επί χρόνια.

Με τις υπάρχουσες προϋποθέσεις και τα μέσα που διαθέτουμε, κατορθώσαμε –μέσα σε πέντε χρόνια– να παραγάγουμε τρία πολλαπλά έργα και οκτώ βιβλία, να δημιουργήσουμε δυο θεματικούς τόμους και να αναπτύσσουμε, μηνιαίως, θεματικές ενότητες σε μια εβδομαδιαία εφημερίδα. Αυτό το τρίμηνο θα κυκλοφορήσουμε τέσσερις νέους τίτλους βιβλίων — ποιητικά, φιλοσοφικά και πολιτικά κείμενα.

Δεν υπάρχουν εναλλακτικές μορφές για το χαρτί, τη μελανή, το γύψο, τον τσίγκο, τον σπάγκο, το πλαστικό, το χυτευμένο μολύβι, το ξύλο. Υπάρχουν κι άλλες μορφές και άλλες ύλες. Εμείς εργαζόμαστε με ύλες με τις οποίες μπορούμε να συνδεόμαστε και φτιάχνουμε αυτές τις μορφές που εξυπηρετούν το εκάστοτε έργο μας.

Δεν υπάρχουν περιεχόμενα που μπορεί κανείς να μεταφέρει από τη μια μορφή στην άλλη. Ένα απτό παράδειγμα: προτού αρχίσουμε να φτιάχνουμε τις θεματικές της “alloglotta” για την εφημερίδα –οι οποίες θα κλείσουν τον κύκλο τους σε δύο φύλλα–, γνωρίζαμε ότι θα αλλάζαμε τον τρόπο πλέξης των υλών, τις σχέσεις υλών, τη διατύπωση. Συλλαμβάνουμε λοιπόν δομή και ύλες, φτιάχνουμε φύλλα για το συγκεκριμένο μέσο. Όταν τα εκδώσουμε σε τεύχος, θα έχουν ακριβώς το ίδιο μέγεθος, σχήμα και όψη, ειδάλλως το έργο μας καταρρέει, δε θα ισχύει πια. Κάτι πολύ σημαντικό: δεν έχει την ίδια βαρύτητα, την ίδια σημασία, κόστος και αντίκτυπο μια λευκή σελίδα εφημερίδας με μια ανάρτηση λευκών ειικονοστοιχείων στο διαδίκτυο. Το δεύτερο δεν απασχολεί κανέναν… Κάθε μέσο είναι ένα άλλο έργο.

Ας υποθέσουμε ότι το εγχείρημα της “alloglotta” ξεκινούσε σήμερα, τι διαφορετικό θα συνέβαινε στη δημιουργική της υπόσταση, σε σχέση με την εμπειρία της κοινωνίας αυτά τα πέντε με έξι χρόνια της κρίσης;

Τίποτε το διαφορετικό δε θα συνέβαινε. Η “alloglotta” είναι απότοκο της κρίσης· και της οικονομικής. Όταν ξεκινάγαμε, πριν από έξι χρόνια, υπήρχαν δυο πιθανές ονοματοδοσίες για το χώρο παραγωγής των έργων μας: Η κρίση του Τσάντος και, alloglotta”: δηλώνει αυτόν που κατασκευάζει μιαν άλλη γλώσσα, τη δική του προσωπική γλώσσα.

Η “alloglotta”, διατηρεί μια μηνιαία στήλη στην εφημερίδα «Δρόμος της αριστεράς», η οποία εκδίδεται απ' την ΚΟΕ. Μια εφημερίδα κατά κανόνα παραταξιακού τύπου, δηλαδή συγκεκριμένου αναγνωστικού κοινού. Ποια είναι η φιλοδοξία αυτής της παρέμβασης;

Δε διατηρούμε στήλη: ο αγαπητός πλέον φίλος μας, Σταμάτης Μαυροειδής, μας πρότεινε να διαμορφώνουμε εξ ολοκλήρου, εν λευκώ, δίχως κανέναν απολύτως όρο ή περιορισμό, αισθητικό, ηθικό και πολιτικό, μια σελίδα της εφημερίδας στον τομέα των «πολιτιστικών». Αυτό και μόνον είναι ενδεικτικό του ήθους, τόσο του κυρίου Μαυροειδή όσο και των συντελεστών της εφημερίδας. Δεν μπορούμε να φανταστούμε ποια και πόσα είναι εκείνα τα δημοσιογραφικά έντυπα που θα ζητήσουν από ανθρώπους που παράγουν κάτι το οποίο, εξαιτίας ποικίλων αγκυλώσεων, θεωρείται «δυσκολονόητο», «ιδιόμορφο», «ελιτίστικο» και άλλα πολλά, να μετέχουν ελεύθερα σε αυτά με το έργο τους… Αδράξαμε λοιπόν την ευκαιρία να κάνουμε το έργο μας κι αυτό πράττουμε.

Είμαστε άραγε σε θέση όλοι μας, εμείς, οι πολίτες μιας κοινωνίας να δημιουργούμε, να παράγουμε ποίηση, σκέψη, εικόνες στοχαστικές ή παιγνιώδεις για τις εφημερίδες κι όχι για να «γεμίζουμε» τις εφημερίδες; Είμαστε άραγε σε θέση να δημιουργήσουμε τελείως διαφορετικές εφημερίδες, προσδίδοντας άλλο νόημα στη λέξη εφήμερο, η οποία συνδέεται με την ίδια τη ζωή; Είναι καιρός –ανέκαθεν ήταν– να φτιάξουμε, καιρός να διαβάσουμε τις εφημερίδες που ονειρευτήκαμε.

Ίσως τα παραπάνω να είναι αφελή και μεγαλόστομα μα δεν ξεχνάμε πως πρέπει να στοχεύουμε στο Έβερεστ για να ανέβουμε στον Λυκαβηττό.

Μερικές φορές αρκεί μια ελάχιστη μετατόπιση, ένα μικρό ταρακούνημα, η διασάλευση μιας εν υπνώσει τάξης για να αλλάξει η αντίληψή μας. Τα έργα, τα βιβλία, τα τεύχη, η εφημερίδα, αυτή η συζήτηση που γίνεται εξ αποστάσεως με Το παράθυρο κι άλλα πολλά είναι η ζωή μας, είναι η πιο ωραία περιπέτεια.

Ποια τα σχέδια της “alloglotta” από ‘δώ και πέρα; Ξέρω πως υπάρχουν κάποιοι τίτλοι προς έκδοση. Θέλετε να πείτε λίγα λόγια για όσα ετοιμάζετε αλλά και για τη θεματική του επόμενου, τρίτου σας τεύχους;

Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί το τέταρτο βιβλίο της σειράς «Παράλληλες αναγνώσεις». Η σειρά δεν είναι παρά δυαδικές σχέσεις που ορίζει η “alloglotta” με μορφή βιβλίων: σε αυτά δυο, αυτόνομες, εκ πρώτης όψεως, απομακρυσμένες μεταξύ τους ύλες, κείμενα ή εικόνες αντιπαρατίθενται ή αλληλοσυμπληρώνονται.

Συνεπώς και το τέταρτο βιβλίο της σειράς αποτελείται από δυο μέρη: Στο πρώτο μέρος, που επιγράφεται Εικόνες κατανάλωσης και εικόνες προς κατανάλωση, παρουσιάζονται εικόνες ομογενοποιημένες, ισοπεδωμένες, εξαντλημένες προτού καν καταναλωθούν, που αποτελούν μέρος της σύγχρονης ρωμαϊκής εικονογραφίας της προπαγάνδας και του θεάματος. Η αυθαίρετη, αλλά διόλου τυχαία, δειγματοληπτική επιλογή τους δεν αποτελεί κάποιου είδους τεκμήριο· μέσω αυτών επιχειρείται ένα μικρό σχόλιο στο αχανές πεδίο του κυρίαρχου θεάματος. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται, για πρώτη φορά στη γλώσσα μας, οι δυο τελευταίες συνεντεύξεις που έδωσε ο Πιερ Πάολο Παζολίνι. Η επικράτηση του καταναλωτισμού –του «απόλυτου φασισμού»–, η επακόλουθη πολιτισμική ομογενοποίηση και ισοπέδωση, ο ολοένα αυξανόμενος έλεγχος της ίδιας της ζωής από την, όλο και πιο ανεξέλεγκτη, σχεδόν άναρχη, δύναμη της εξουσίας, η χειραγώγηση των σωμάτων μέσω της βιοπολιτικής, η εξάπλωση της τυφλής βίας καθώς και ο ρόλος και η στάση της πλειονότητας των πολιτικών, των διανοούμενων και των καλλιτεχνών σε αυτή την κατάσταση είναι μόνο μερικά από τα ζητήματα που ο Παζολίνι έθιξε, ακόμη μια φορά, στο πλαίσιο αυτών των συνεντεύξεων. Η έκδοση συμπληρώνεται με εκτενείς, κατατοπιστικές σημειώσεις, κυρίως για θέματα της Ιταλικής κοινωνικοπολιτικής επικαιρότητας της δεκαετίας του ’70, στα οποία ο Παζολίνι αναφέρεται ή τα οποία θίγει εν παρόδω. Η μετάφραση, οι σημειώσεις και το επιλογικό σημείωμα είναι του Θανάση Αποστόλου, η επιμέλεια της Ροζαλί Σινοπούλου, η επεξεργασία των εικόνων του Πασχάλη Ζέρβα, ενώ ο συνολικός σχεδιασμός όπως και η δόμηση του βιβλίου έγιναν από την ομάδα της “alloglotta”.

Έως τις αρχές του Δεκεμβρίου θα έχουν κυκλοφορήσει διαδοχικά άλλοι τρεις τίτλοι: το πεζό ποίημα του Γιάννη Λειβαδά, Μοντάρτ. Ο λόγος του Ρολάν Μπαρτ για το έργο του Μικελάντζελο Αντονιόνι, με τον τίτλο-προσφώνηση Αγαπητέ Αντονιόνι, ο οποίος συνοδεύεται από μια σύντομη απόκριση του σκηνοθέτη, σε μετάφραση Αθανασίας Παπαδημητρίου. Δυο δοκίμια του Βάλτερ Μπένγιαμιν, Εμπειρία και ένδεια και Για το πρόγραμμα της ερχόμενης φιλοσοφίας, σε μετάφραση Γιάννη Παρασκευόπουλου και επιμέλεια-σημειώσεις Ροζαλί Σινοπούλου.   

Όσο για τη θεματική του επόμενου τεύχους, που έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό, θα γίνει γνωστή όταν ολοκληρωθεί.
.
.